ὑποκεφάλαιον

ὑποκεφάλαιον
ὑποκεφάλαιον [pron. full] [φᾰ], τό,
A pillow, cushion,

σκύτινον ὑ. Hp.Fract.8

, Art.30, cf. Michel 832.23 (Samos, iv B. C.), Sor.1.67, Aret.CA1.1; cf. προσκεφάλαιον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑποκεφάλαιον — pillow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκεφαλαίοις — ὑποκεφάλαιον pillow neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκεφαλαίοισι — ὑποκεφάλαιον pillow neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκεφαλαίου — ὑποκεφάλαιον pillow neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκεφαλαίῳ — ὑποκεφάλαιον pillow neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκεφάλαιο — το / ὑποκεφάλαιον, ΝΑ νεοελλ. (σε σύγγραμμα, σε βιβλίο) μέρος κεφαλαίου, υποδιαίρεση κεφαλαίου αρχ. προσκέφαλο («πρὸς κεφαλὴν ὑποθεῑναι σκύτινον ὑποκεφάλαιον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. είναι σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὑπὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”